Η χώρα μας όχι μόνον δεν έχει παράδοση στις κυβερνήσεις διακομματικής
συνεργασίας, αλλά συμβαίνει το αντίθετο. Στις περιόδους που η έκβαση των
εκλογών και κυρίως ο εκλογικός νόμος οδήγησαν σε τέτοια λύση, το
αποτέλεσμα ταυτιζόταν με την πολιτική αστάθεια ή και την ακυβερνησία. Η
πολιτική μας κουλτούρα στερείται παντελώς του πνεύματος συνεργασίας, που
εδράζεται σε προγραμματικές συμφωνίες, αλλά και στη σύνθεση μιας
πολιτικής, με βάση, φυσικά, την εκλογική δύναμη των κομμάτων. Κατά την
ελληνική «παράδοση», τα μικρά κόμματα θεωρούν τη συμμετοχή τους σε
κυβέρνηση συνεργασίας ευκαιριακή, ώστε να αυξήσουν την επιρροή τους. Ενώ
στην Ευρώπη οι διακομματικές κυβερνήσεις συχνά χαρακτηρίζονται από την
πολιτική σταθερότητα και την κυβερνητική ισχύ, στη χώρα μας τα δύο αυτά
ζητούμενα τα έχουμε στρεβλώσει, ταυτίζοντάς τα μόνο με την «αυτοδυναμία»
και τη μονοκομματική κυβέρνηση (όπως πράττει σήμερα ο κ. Αντ. Σαμαράς).
Σε
ομαλές περιόδους, η συγκεκριμένη «κουλτούρα» μπορεί να λειτούργησε
ζημιογόνα και για μικρό σχετικά διάστημα· ωσότου έλθει η επόμενη
μονοκομματική και «ισχυρά» κυβέρνηση. Σήμερα, όμως, και βάσει των
δημοσκοπικών διαπιστώσεων εν όψει εκλογών, αυτή η στρεβλή «παράδοση»
πρέπει όχι μόνο να μας ανησυχεί, αλλά και να μας τρομάζει. Αν εισέλθουν
στη Βουλή εννέα ή και περισσότερα κόμματα, κατά τα πρόσφατα ευρήματα της
Public Issue («Κ», 16 τρέχ.), το βέβαιον είναι πως η αυτοδυναμία του
πρώτου κόμματος, και συγκεκριμένα της Ν.Δ., καθίσταται σχεδόν απρόσιτη.
Συνεπώς, προκύπτει το ερώτημα πώς και από ποίους θα κυβερνηθεί ο τόπος.
Ας προσθέσουμε επίσης πως αυτή η πρωτοφανής, μετά το 1974, διασπορά
ψήφων προς μικρότερα και νεοεμφανιζόμενα κόμματα δεν συνιστά προτίμηση
προς τους φορείς και τους «ηγέτες» τους. Αλλά διασπείρει και αυξάνει
αθροιστικά τη δυσαρέσκεια και την αγανάκτηση των ψηφοφόρων κυρίως προς
τα δύο μεγάλα κόμματα. Με άλλους λόγους, μια διαφαινόμενη κατάρρευση του
διπολισμού δεν θα οφείλεται ούτε στον εκλογικό νόμο ούτε στην εμφάνιση
κάποιων νέων δυνάμεων, που κατόρθωσαν να αποσπάσουν την εμπιστοσύνη των
εκλογέων. Θα πρόκειται, σαφέστατα, περί ψήφου διαμαρτυρίας και καταδίκης
των δύο κομμάτων εξουσίας. Στην περίπτωση δε που τα μικρά και τα
νεόκοπα κόμματα καταστούν αθροιστικά η «πλειοψηφούσα συνιστώσα», ουδείς
θα μπορεί να κάνει διαχωρισμούς μεταξύ φιλοευρωπαϊκής ή αντιευρωπαϊκής
βούλησης, περί υποστηρικτών του ευρώ ή νοσταλγών της δραχμής.
Ολα
αυτά θα ’πρεπε ήδη να έχουν εκτιμηθεί από το ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ. Οπως στα
δύο κόμματα καταλογίζεται περίπου ισομερώς η ευθύνη για τη σημερινή
κατάντια της χώρας, με τον ίδιο τρόπο όφειλαν διμερώς και ταυτόσημα να
αντιδράσουν για την περιστολή της αποδοκιμασίας τους. Να υπεραμυνθούν
του διπολισμού, όχι βεβαίως έμπρακτα, γιατί είναι αργά. Αλλά να
επισημάνουν τον κίνδυνο της αποσταθεροποίησης και της ακυβερνησίας, υπό
τις σημερινές κρίσιμες συνθήκες, δεσμευόμενα ή έστω μην απορρίπτοντας
μια δικομματική λύση σ’ ένα πολυκομματικό αδιέξοδο. Παραμένοντας, όμως,
κομματικά κοντόθωρα, ούτε σε αυτό είναι ικανά να ανταποκριθούν.
Απομένει, λοιπόν, σ’ εμάς τους ψηφοφόρους να τιθασεύσουμε την εκλογική
οργή μας. Οπως συμβαίνει εδώ και τουλάχιστον τρεις 10ετίες που έχει
εκλείψει το βέλτιστον, ας προσπαθήσουμε να αποφύγουμε το χείρον…
Αναδημοσίευση από την Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου